- κληρονομιαίος
- κληρονομιαῑος, -αία, -ον (Α) [κληρονομία]σχετικός με κληρονομία, προερχόμενος από κληρονομία, κληρονομικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληρονομιαίους — κληρονομιαῖος concerning inheritance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομιαίας — κληρονομιαίᾱς , κληρονομιαῖος concerning inheritance fem acc pl κληρονομιαίᾱς , κληρονομιαῖος concerning inheritance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)